- αναγραμματισμός
- οη αλλαγή της σειράς των γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης και ο σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης (βλ. αναγραμματίζω).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναγραμματισμός — transposition of this kind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγραμματισμός — ο η παραγωγή λέξεων ή προτάσεων με μετάθεση των γραμμάτων μιας άλλης λέξεως ή ομάδας λέξεων. Οι λέξεις ή προτάσεις που παράγονται με αναγραμματισμό έχουν συνήθως νόημα που συνδέεται λογικά με το νόημα τών αρχικών λέξεων ή προτάσεων … Dictionary of Greek
ανάγραμμα ή αναγραμματισμός — Η μετάθεση των γραμμάτων των λέξεων με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγονται άλλες λέξεις με διαφορετική σημασία. Η επινόηση του α. ανάγει την εμφάνισή της στους αλεξανδρινούς χρόνους και γνώρισε μεγάλη διάδοση την περίοδο του Μεσαίωνα. Είναι… … Dictionary of Greek
ἀναγραμματισμοῦ — ἀναγραμματισμός transposition of this kind masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγραμματισμούς — ἀναγραμματισμός transposition of this kind masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγραμματισμῷ — ἀναγραμματισμός transposition of this kind masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγραμματισμόν — ἀναγραμματισμός transposition of this kind masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Zeruph — ist ein Verfahren der jüdischen Hermeneutik, neben anderen, wie Gematria, Temura, Notarikon Inhaltsverzeichnis 1 Wortbedeutung 2 Das Verfahren 3 Beispiel 4 … Deutsch Wikipedia
анаграмма — 1. (др. греч. άναγραμματίσμος < άνα ïере..+ γραμμα буква) 1) Слово, словосочетание, полученное в результате перестановки букв: Марат – Марта; используется в загадках, играх; 2) средство выражения фонетических смыслов в тексте; 3) способ… … Словарь лингвистических терминов Т.В. Жеребило
αναγραμμάτιση — η [αναγραμματίζω] ο αναγραμματισμός … Dictionary of Greek